- δυστυχοῦσα
- δυστυχέωto be unluckypres part act fem nom/voc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυστυχοῦσ' — δυστυχοῦσα , δυστυχέω to be unlucky pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric) δυστυχοῦσι , δυστυχέω to be unlucky pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric) δυστυχοῦσι , δυστυχέω to be unlucky pres ind act 3rd pl (attic epic doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρίσκω — και βρέσκω (AM εὑρίσκω) 1. συναντώ κάποιον ή κάτι που ζητούσα, ανταμώνω 2. ανακαλύπτω κάτι χαμένο 3. φθάνω σ αυτό που επιδίωκα 4. ανακαλύπτω τυχαία, συναντώ κατά τύχη 5. εφευρίσκω, επινοώ, μηχανεύομαι 6. έχω από παράδοση, αποκτώ από κληρονομιά 7 … Dictionary of Greek